- λεπτόχρως
- λεπτό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,A with delicate skin, dub. cj. in E.Fr.906.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόχρως — λεπτόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λεπτό δέρμα, λεπτή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χρως (< χρώς, χρωτός), πρβλ. ξανθό χρως, ροδό χρως] … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek